κεραυνοβόληση

κεραυνοβόληση
η (ΑΜ κεραυνοβόλησις) [κεραυνοβολώ]
το χτύπημα με κεραυνό
νεοελλ.
1. αστραπιαία επίθεση εναντίον κάποιου, κεραυνοβόλα ενέργεια
2. μτφ. κατάπληξη αποσβόλωση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αμειψισπορά — Στη γεωργία ονομάζεται α. η εναλλαγή στο ίδιο τμήμα εδάφους και για έναν καθορισμένο αριθμό ετών (κύκλος δύο και πλέον ετών) διαφόρων ποωδών καλλιεργειών, κατά μια ορισμένη τάξη, μέχρι την επαναφορά της αρχικής καλλιέργειας (συνεχής κυκλική α.).… …   Dictionary of Greek

  • κεραυνοβολέα — κεραυνοβολέα, ἡ (Μ) η κεραυνοβόληση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνοβολία, ουσ. τής μτγν. αρχ. ελλ.] …   Dictionary of Greek

  • κεραυνοβολία — η (ΑΜ κεραυνοβολία) [κεραυνοβολώ] εξακόντιση ή πτώση κεραυνού, κεραυνοβόληση νεοελλ. 1. η προσβολή ανθρώπων και ζώων από κεραυνό καθώς και τα φαινόμενά της 2. βίαιη εκκένωση έντονου ηλεκτρικού ρεύματος στο σώμα, ηλεκτροπληξία …   Dictionary of Greek

  • κεραυνοβόλημα — το η κεραυνοβόληση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνοβολώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1790 στον Ρήγα Φεραίο] …   Dictionary of Greek

  • κεραυνός — Ακαριαία, ισχυρή ηλεκτρική εκκένωση μεταξύ νέφους και εδάφους, εξαιτίας της παρουσίας ισχυρού ηλεκτρικού πεδίου στον συγκεκριμένο χώρο της ατμόσφαιρας. Αν η εκκένωση συμβεί μεταξύ δύο νεφών ή στο εσωτερικό ενός νέφους, η εκκένωση αυτή καλείται… …   Dictionary of Greek

  • κεραύνωση — η (ΑΜ κεραύνωσις) [κεραυνώ] το χτύπημα με τον κεραυνό, η κεραυνοβόληση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”